ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
ἡστός, -ή, -όν (Α)ηδονικός, ευχάριστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ησ- (του ήδομαι, πρβλ. ησθήσομαι) + κατάλ. -τος].