θέσπιση

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ θέσπισις) θεσπίζω
νεοελλ.
σύνταξη, εισαγωγή νόμων
αρχ.
φράση με μαντικό περιεχόμενο.