θαλασσάδα

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

η
η μυρωδιά του θαλασσινού νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. -άδα (πρβλ. αμαξάδα, βαρκάδα)].