θαλασσίλα

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

η
1. η μυρωδιά του θαλασσινού νερού
2. η αλμυρή πικρίζουσα γεύση του θαλασσινού νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. -ιλα (πρβλ. ανθρωπίλα, ψαρίλα)].