θαλασσοκράτορας

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

Greek Monolingual

ο, θηλ. θαλασσοκράτειρα (Α θαλασσοκράτωρ, αττ. τ. θαλαττοκράτωρ)
1. αυτός που υπερισχύει στο ναυτικό, ο αήττητος στη θάλασσα
2. αυτός που έχει υπό την εξουσία του πολλές αποικίες ή κτήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. το αρχ. θαλασσοκράτωρ < θαλασσο- + κράτωρ, πιθ. παράλλ. τ. του κράτος (βλ. λ. αυτοκράτωρ)].