θειαφίζω

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

και θειαφώνω θειάφι
1. ρίχνω θειάφι στα φύλλα φυτού
2. εκθέτω κάτι, για απολύμανση, στον καπνό θειαφιού που καίγεται («θειαφίζω τα βαρέλια μου»).