θεμελιόθεν

From LSJ

ὁ γὰρ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ → excessive suffering will soon lead you to death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμελῐόθεν Medium diacritics: θεμελιόθεν Low diacritics: θεμελιόθεν Capitals: ΘΕΜΕΛΙΟΘΕΝ
Transliteration A: themelióthen Transliteration B: themeliothen Transliteration C: themeliothen Beta Code: qemelio/qen

English (LSJ)

= Lat. funditus, Dosith.p.412 K., Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

θεμελιόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ θεμελίων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

θεμελιόθεν (Α)
επίρρ. επιγρ. εκ θεμελίων, άρδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεμέλιον + -θεν, κατάλ. δηλωτική της προελεύσεως, αφετηρίας ή από τόπου κινήσεως].