ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
[Seite 1199] heilbar.
θεραπεύσιμος: -ον, δυνάμενος νὰ θεραπευθῇ, μεταγεν.
-η, -ο θεραπεύωαυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο δεκτικός θεραπείας.