θεραπεύσιμος

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source

German (Pape)

[Seite 1199] heilbar.

Greek (Liddell-Scott)

θεραπεύσιμος: -ον, δυνάμενος νὰ θεραπευθῇ, μεταγεν.

Greek Monolingual

-η, -ο θεραπεύω
αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο δεκτικός θεραπείας.