θεόρατος

From LSJ

Σέ, Δήλι', αὐδῶ τὸν κατὰ χθονὸς νέκυν ... → Delian, I call your name, a corpse beneath the ground ...

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
πολύ μεγάλος ή πολύ ψηλός, υπερμεγέθης, πελώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -όρατος (< ορώ), πρβλ. α-δι-όρατος, α-όρατος].