θηλώδης

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

-ες θηλή
1. αυτός που έχει θηλές
2. αυτός που μοιάζει με θηλή, ο θηλοειδής.