θρόμβωση
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
Greek Monolingual
η (Α θρόμβωσις) θρομβούμαι
το πήξιμο ενός υγρού σε θρόμβους
νεοελλ.
ο σχηματισμός θρόμβων στα αιμοφόρα αγγεία του οργανισμού ή στο εσωτερικό της καρδιάς εν ζωή.