Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θρόμβωση

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18

Greek Monolingual

η (Α θρόμβωσις) θρομβούμαι
το πήξιμο ενός υγρού σε θρόμβους
νεοελλ.
ο σχηματισμός θρόμβων στα αιμοφόρα αγγεία του οργανισμού ή στο εσωτερικό της καρδιάς εν ζωή.