πήξιμο

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

το, Ν
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του πήζω, το πάγωμα, η μεταβολή υγρού σε στερεό
2. μτφ. α) συνωστισμός
β) κυκλοφοριακή συμφόρηση
γ) υπερβολικός εργασιακός φόρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηξ- του αορ. έ-πηξ-α του πήζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. πρήξιμο)].