θυγατρικός

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364

Greek Monolingual

-ή, -ό θυγάτηρ
αυτός που προκύπτει, που προέρχεται ή έχει σχηματιστεί από κάποιον άλλο (α. «θυγατρική εταιρεία» β. «θυγατρική γλώσσα»).