Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
θυμοτολμία, ἡ (Μ)τόλμη της ψυχής.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -τολμία (< -τολμος< τόλμη), πρβλ. ατολμία, ευτολμία].