θωρακεκτομή

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source

Greek Monolingual

ή
ιατρ. αφαίρεση μεγάλου αριθμού πλευρών, η οποία εφαρμόζεται σε περίπτωση πνευμονικής φυματίωσης ή παλαιάς πυώδους πλευρίτιδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thoracectomy < thorac- (πρβλ. θώραξ) + ec-tomy (πρβλ. εκτομή)].