Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
τα
ζωολ. παλαιά ονομασία των οστρακόδερμων, που περιλαμβάνουν είδη, όπως οι καραβίδες, με θωρακικούς δακτυλίους ενωμένους με τον κεφαλοθώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thoracostrace < thoraco (πρβλ. θώραξ) + -ostrace (πρβλ. όστρακο)].