θὤμισυ

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

German (Pape)

[Seite 1230] = τὸ ἥμισυ, Hes. O. 561.

Russian (Dvoretsky)

θὤμισυ: in crasi Hes., Anth. = τὸ ἥμισυ.

Greek (Liddell-Scott)

θὤμισυ: Ἐπικ. κρᾶσις ἀντὶ τὸ ἥμισυ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 557.

Greek Monotonic

θὤμισυ: κράση αντί τὸ ἥμισυ.