ιδεαλιστικός
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιδεαλιστή ή στον ιδεαλισμό («ιδεαλιστική φιλοσοφία»). Επιρρ. ιδεαλιστικώς και -ά
από ιδεαλιστική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. idealiste «ιδεαλιστής, ιδεαλιστικός». Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].