ιδεόγραμμα

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

το
σημείο ή σύμβολο το οποίο παριστάνει μια ιδέα ή μια έννοια και όχι μια λέξη, μια συλλαβή ή έναν φθόγγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ideogram < ideo- (πρβλ. ιδέα- «εικόνα») + -gram (πρβλ. γράμμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Α. Παπαδόπουλο Κεραμέα].