ιδεόγραμμα

From LSJ

ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things

Source

Greek Monolingual

το
σημείο ή σύμβολο το οποίο παριστάνει μια ιδέα ή μια έννοια και όχι μια λέξη, μια συλλαβή ή έναν φθόγγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ideogram < ideo- (πρβλ. ιδέα- «εικόνα») + -gram (πρβλ. γράμμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Α. Παπαδόπουλο Κεραμέα].