ιδιοσυστασία

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

Greek Monolingual

ἡ (Α ἰδιοσυστασία) ιδιοσύστατος
ιδιαίτερη, ξεχωριστή σύσταση
νεοελλ.
το σύνολο τών μορφολογικών, λειτουργικών και ψυχολογικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου που επιτρέπουν τον προσδιορισμό του τύπου στον οποίο ανήκει.