ιδιωματικός

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰδιωματικός, -ή, -όν) ιδίωμα
αυτός που έχει ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στο γλωσσικό ιδίωμα, ο διαλεκτικός
2. το θηλ. ως ουσ. η ιδιωματική
το σύνολο τών λεκτικών ιδιωμάτων.
επίρρ...
ιδιωματικώς και -ά
με ιδιωματικό τρόπο, διαλεκτικά.