ιερή

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

ἡ (Α ἱερή, αττ. τ. ἱερά)
νεοελλ.
θηλ. του επιθ. ιερός
αρχ.
η ιέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του αττ. ιερά].