ιεριτεύω

From LSJ

Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut

Menander, Monostichoi, 211

Greek Monolingual

ἱεριτεύω και ἱερειτεύω, δωρ. τ. ἱαριτεύω (Α)
ιερατεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός, αναλογικά προς το πολιτεύω].