μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
ἱεριτεύω και ἱερειτεύω, δωρ. τ. ἱαριτεύω (Α)ιερατεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός, αναλογικά προς το πολιτεύω].