ιερομάρτυρας

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

ο (Μ ἱερομάρτυς, -υρος)
ιερωμένος μάρτυρας, πρεσβύτερος ή επίσκοπος ο οποίος είχε μαρτυρικό θάνατο («... καὶ ἱερομαρτύρων Χαραλάμπους, Ελευθερίου...»).