ιερομάρτυρας
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Greek Monolingual
ο (Μ ἱερομάρτυς, -υρος)
ιερωμένος μάρτυρας, πρεσβύτερος ή επίσκοπος ο οποίος είχε μαρτυρικό θάνατο («... καὶ ἱερομαρτύρων Χαραλάμπους, Ελευθερίου...»).