ιερομάρτυρας

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source

Greek Monolingual

ο (Μ ἱερομάρτυς, -υρος)
ιερωμένος μάρτυρας, πρεσβύτερος ή επίσκοπος ο οποίος είχε μαρτυρικό θάνατο («... καὶ ἱερομαρτύρων Χαραλάμπους, Ελευθερίου...»).