ιθυπόρος

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

ἰθυπόρος, -ον (Α)
αυτός που πηγαίνει ίσια μπροστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -πορος (< πόρος), πρβλ. θαλασσοπόρος, πρωτοπόρος.