ικετώσυνος

From LSJ

κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky

Source

Greek Monolingual

ἱκετώσυνος, -ον (Α)
φρ. «ἱκετώσυνα ἱερά» — αγνισμοί, κάθαρση από ανθρωποκτονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -ώσυνος (πρβλ. ιερώσυνος). Το -ω-του τ. οφείλεται στον νόμο της ρυθμικής εκτάσεως].