κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
ἱκετώσυνος, -ον (Α)φρ. «ἱκετώσυνα ἱερά» — αγνισμοί, κάθαρση από ανθρωποκτονία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -ώσυνος (πρβλ. ιερώσυνος). Το -ω-του τ. οφείλεται στον νόμο της ρυθμικής εκτάσεως].