ιερώσυνος

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source

Greek Monolingual

ἱερώσυνος και ἱερεώσυνος και ἱερειώσυνος, -ύνη, -ον (Α)
1. ιερατικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερώσυνα
α) το μερίδιο του ιερέα από τα θυσιαζόμενα ζώα
β. τα μέρη του θύματος που καίγονταν για τους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός. Για το -ω- του τ. βλ. λ. ιερωσύνη].