Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
ἰκμαῖος, ὁ (Α) ικμάς
(ως επίθ. του Διός) αυτός που υγραίνει τη γή, αυτός που χαρίζει ικμάδα.