Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
ἰκμαλέος, -α, -ον (Α)
1. υγρός, νοτερός
2. (για το ήπαρ) αυτός που είναι γεμάτος υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰκμάς + επίθημα -αλέος (πρβλ. βραγχαλέος, διψαλέος)].