ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
ἱμαντίσκος, ὁ (Α)μικρός ιμάς, λουράκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ να-ΐσκος, ορμ-ίσκος)].