ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
ἰοβάπτης, ὁ (Α)βαφέας που χρησιμοποιούσε στη βαφή χρώμα ίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -βάπτης (< βάπτω), πρβλ. τριχοβάπτης.