ιπνολεβήτιον
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
ἰπνολεβήτιον, το (Α)
υποκορ. του ιπνολέβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνολέβης, -τος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. κηρίον, κοράσιον)].