δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
ἰπνοπλάστης, ὁ (Α)ιπνοπλάθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + πλάστης (< πλάσσω)].