οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself
ἱππελάτης, ό, θηλ. ἱππελάτειρα (Α)αυτός που οδηγεί ή ιππεύει ίππους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ελάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ονελάτης, ταυρελάτης].