ιππών
From LSJ
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
Greek Monolingual
ἱππών, -ῶνος, ὁ (Α) ίππος
1. τόπος στον οποίο μένουν ίπποι, ιπποστάσιο, στάβλος
2. ταχυδρομικός σταθμός («ἐποιήσαντο ἱππῶνας τοσοῦτον διαλείποντας», Ξεν.).