φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
ἰσάρχαιος, -ον (Μ)αυτός που είναι της ίδιας αρχαιότητας με κάποιον άλλον, εξίσου αρχαίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἀρχαίος].