ισολογίζω

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source

Greek Monolingual

καταγράφω τα έσοδα και τα έξοδα μιας οικονομικής ενότητας και τά συγκρίνω, κάνω ισολογισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. saldare. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικόν νομοτεχνικόν λεξικόν].