ισοπρόξενος

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source

Greek Monolingual

ἰσοπρόξενος, ὁ (Α)
αυτός που απολαμβάνει προνόμια προξένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + πρό-ξενος].