ἰσοπρόξενος
From LSJ
English (LSJ)
ἰσοπρόξενον, (ϝισο- lapis) enjoying the privileges of a πρόξενος, Schwyzer 415.3 (Olymp.).
Greek Monolingual
ἰσοπρόξενος, ὁ (Α)
αυτός που απολαμβάνει προνόμια προξένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + πρό-ξενος].
Full diacritics: ἰσοπρόξενος | Medium diacritics: ἰσοπρόξενος | Low diacritics: ισοπρόξενος | Capitals: ΙΣΟΠΡΟΞΕΝΟΣ |
Transliteration A: isopróxenos | Transliteration B: isoproxenos | Transliteration C: isoproksenos | Beta Code: i)sopro/cenos |
ἰσοπρόξενον, (ϝισο- lapis) enjoying the privileges of a πρόξενος, Schwyzer 415.3 (Olymp.).
ἰσοπρόξενος, ὁ (Α)
αυτός που απολαμβάνει προνόμια προξένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + πρό-ξενος].