ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
1. κάνω δύο πράγματα να έχουν το ίδιο βάρος, τά φέρνω σε ισορροπία μεταξύ τους, ισοζυγίζω2. (αμτβ.) ισοσταθμώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσόσταθμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Φ. Φουρναράκη].