ισοζυγίζω
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
Greek Monolingual
και ισοζυγιάζω (Μ ἰσοζυγιάζω)
κάνω δύο πράγματα να έχουν το ίδιο βάρος, ισοσταθμίζω
νεοελλ.
1. έχω το ίδιο βάρος με κάποιον, ισοζυγώ, βρίσκομαι ή θέτω σε ισορροπία, ισοσταθμίζω, ζυγοστατώ
2. ισοφαρίζω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἰσοζυγίζω < ἰσόζυγος, ενώ ο τ. ἰσοζυγιάζω < ἰσοζυγῶ + κατάλ. -ιάζω. Η λ. ἰσοζυγίζω μαρτυρείται από το 1869 στον Σπυρ. Ν. Βασιλειάδη].