ισοτιμία

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσοτιμία) ισότιμος
ισότητα τιμών, ισότητα προνομίων ή αξιωμάτων
νεοελλ.
1. η ισότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων («ισοτιμία ανδρών και γυναικών»)
2. η ισότητα της ονομαστικής και της αγοραστικής αξίας χαρτονομίσματος, συναλλάγματος ή χρηματιστηριακού τίτλου
3. η αντιστοιχία ή ανταλλακτική σχέση μεταξύ τών νομισμάτων τών διαφόρων χωρών που καθιστά την αγοραστική δύναμη τών νομισμάτων αυτών ουσιαστικά ίση
4. η ισότητα, η ίση αξία μεταξύ τίτλων σπουδών κ.ά. επίσημων εγγράφων.