ιστοβόη

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source

Greek Monolingual

ἱστοβόη, ἡ (Α)
ιστοβοεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. ἱστὸς βόειος, όπως και το ἱστοβοεύς].