πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
[Seite 1270] ἡ, dasselbe, Philp. 14 (VI, 104).
ἱστοβόη, ἡ (Α)
ιστοβοεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. ἱστὸς βόειος, όπως και το ἱστοβοεύς].
ἱστοβόη: ἡ Anth. = ἱστοβοεύς.