ισχιοκοκκυγικός

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο σχετικός με τα ισχία και τον κόκκυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ischiococcygien < ischio (πρβλ. ισχίον + coccygien (πρβλ. κοκκυγικός)].