ισχνοπάρειος
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
ἰσχνοπάρειος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχνές παρειές, ξερακιανό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -πάρειος (< πα-ρειαί «μάγουλα»), πρβλ. λευκοπάρειος, χαλκοπάρειος].