χαλκοπάρειος
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
German (Pape)
[Seite 1331] ep. χαλκοπάρῃος, dor. χαλκοπάρᾳος, mit ehernen, kupfernen Wangen, Backenstücken; κυνέη Il. 12, 183 u. öfter; κόρυς Od. 24, 523; ἄκων Pind. N. 7, 41 P. 1, 44; Ath. XIV, 636.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux joues d'airain, càd aux côtés, aux protège-joues d'airain (casque).
Étymologie: χαλκός, παρειά.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοπάρειος: эп. χαλκοπάρῃος, дор. χαλκοπάρᾳος 2 (πᾰ) меднощекий, т. е. с медными боками (κυνέη Hom.; ἄκων Pind.).